- σπουδαίως
- σπουδαί̱ως , σπουδαῖοςin hasteadverbialσπουδαί̱ως , σπουδαῖοςin hastemasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπουδαίως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. σπουδαίος … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
нетъщьно — (1*) нар. Без усердия: преобьщаѥмъ(с) и мы въ дх҃овны(х) наѹчаемъсѧ ѹбо въ семь. ˫ако еже за люди приносимы˫а ѣдыи. нетощьно приносѧ за нѧ мл҃твы. сѹдъ приемлеть бра(т) ѿ б҃а. (μὴ σπουδαίως) ПНЧ XIV, 97в. Ср. тъщьно … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PANDECTA — Graecum nomen, sic dictum quod omnia comprehendat; Graece Πανδέκτης: in numero plur. Pandectae, Πανδέκται quasi dicas, Omnium rerum receptacula, variorum olim librorum tituli fuêre. Et quidem Πανδέκτην, masculinô genere et numero singulari in… … Hofmann J. Lexicon universale
κατασπουδαίως — (Α) επίρρ. πολύ πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπουδαίως «πρόθυμα, ταχέως» (< σπουδαῖος < σπουδή)] … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
ԽՈՐՀՐԴԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0976 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c մ. ἑκπρονοίως, σπουδαίως consulto, industrie Խորհրդով. դիտմամբ. խոհականութեամբ. ... *Խորհրդաբար սկսանելով յառակաց (ʼի պէտս մանկանց). Խոր. ՟Գ. 53 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈՒԹՈՎ — ( ) NBH 2 0958 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 12c մ. (ʼի գործիականէ բառիս Փոյթ.) σπουδὴ, ἑν σπουδῇ, σπουδαίως studiose, diligenter εὑθέως, ταχύ statim, cito, celeriter. Փութանակի. փութապէս. անդանդաղ. եւ Խնամով. շուտով, թեզով,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)